χειροποίητος

χειροποίητος
-η, -ο
ο κατασκευασμένος με τα χέρια: Τα παπούτσια αυτά είναι χειροποίητα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χειροποίητος — made by hand masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροποίητος — η, ο / χειροποίητος, ον, ΝΜΑ [χειροποιῶ] νεοελλ. κατασκευασμένος, επεξεργασμένος ή φιλοτεχνημένος με το χέρι, σε αντιδιαστολή προς τον μηχανοποίητο (α. «χειροποίητα υποδήματα» β. «χειροποίητα κεντήματα») μσν. αρχ. κατασκευασμένος από ανθρώπινα… …   Dictionary of Greek

  • χειροποιήτως — χειροποίητος made by hand adverbial χειροποίητος made by hand masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροποίητον — χειροποίητος made by hand masc/fem acc sg χειροποίητος made by hand neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροποιήτοις — χειροποίητος made by hand masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροποιήτου — χειροποίητος made by hand masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροποιήτους — χειροποίητος made by hand masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροποιήτων — χειροποίητος made by hand masc/fem/neut gen pl χειροποιέω pres imperat act 3rd pl (doric aeolic) χειροποιέω pres imperat act 3rd dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροποιήτῳ — χειροποίητος made by hand masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροποίητα — χειροποίητος made by hand neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”